τρομοκρατικός

τρομοκρατικός
-ή, -ό
που σχετίζεται με την τρομοκρατία ή τους τρομοκράτες, εκφοβιστικός: Τρομοκρατικές οργανώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρομοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρομοκρατία ή στους τρομοκράτες (α. «τρομοκρατικές ενέργειες» β. «τρομοκρατικές οργανώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • αντιτρομοκρατικός — ή, ό ο στρεφόμενος εναντίον της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + τρομοκρατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • εκφοβιστικός — ή, ό που προκαλεί το φόβο ή που γίνεται για εκφοβισμό, τρομοκρατικός: Ανώνυμο εκφοβιστικό τηλεφώνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”